πεποιθησις

πεποιθησις
    πεποίθησις
    -εως ἥ тж. pl.
    1) доверие, тж. уверенность Babr.
    2) упование NT.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "πεποιθησις" в других словарях:

  • πεποίθησις — trust fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεποιθήσει — πεποίθησις trust fem nom/voc/acc dual (attic epic) πεποιθήσεϊ , πεποίθησις trust fem dat sg (epic) πεποίθησις trust fem dat sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεποιθήσεις — πεποίθησις trust fem nom/voc pl (attic epic) πεποίθησις trust fem nom/acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπείθησις — καταπείθησις, ἡ (Α) η πειθώ, η δύναμη κάποιου να πείθει. [ΕΤΥΜΟΛ. Είτε από κάποιον αμάρτυρο μεταπλασμένο τ. τού καταπείθω σε έω / ῶ είτε και από το ίδιο το καταπείθω με επίδραση τού πεποίθησις] …   Dictionary of Greek

  • πεποίθηση — η / πεποίθησις, ήσεως, ΝΑ τόλμη, θάρρος που πηγάζει από την πίστη σε κάτι ή από τη βεβαιότητα για κάτι («ἔχομεν τὴν παρρησίαν καὶ τὴν προσαγωγὴν ἐν πεποιθήσει διὰ τῆς πίστεως αὐτοῡ», ΚΔ) νεοελλ. 1. ακλόνητη πίστη και σταθερή βεβαιότητα για την… …   Dictionary of Greek

  • πεποιθήσεως — πεποιθήσεω̆ς , πεποίθησις trust fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεποίθησιν — πείθω persuade perf subj act 3rd sg (epic) πεποίθησις trust fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ИЕРОНИМ I — [греч. ῾Ιερώνυμος; в миру Иероним Коцонис, греч. ῾Ιερώνυμος Κοτσώνης] (1905, с. Истерния, о в Тинос, Греция 15.11.1988, там же), архиеп. Афинский и всей Эллады (1967 1973). Происходил из бедной семьи; отец И. моряк, скончался за 3 месяца до его… …   Православная энциклопедия


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»